- εξατομικός
- -ή, -ό(χημ.), που έχει έξι ατομικότητες, που έχει ατομικότητα η οποία χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 6, εξασθενής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξασθενής — (I) ἐξασθενής, ές (Α) [ασθενής] αδύνατος οικονομικά, περιουσιακά, άπορος. (II) ές χημ. 1. ονομασία ατόμου, ρίζας ή ιόντος που έχει σθένος έξι, εξατομικός 2. φρ. «εξασθενή στοιχεία» τα στοιχεία που ο αριθμός τών μονάδων τους εκφράζεται με τον… … Dictionary of Greek
πυρόλιο — Ετεροκυκλική ένωση με πέντε άτομα, η οποία αποτελεί τον θεμελιώδη πυρήνα μιας εκτεταμένης τάξης ενώσεων (ομάδα του π.), στην οποία ανήκουν ενδιαφέροντα φυσικά και συνθετικά προϊόντα. Στην καθαρή κατάσταση, το π. είναι έλαιο σχεδόν άχρωμο, με… … Dictionary of Greek
εξασθενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή (χημ.), που έχει έξι σθένη, εξατομικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)